σηκώνω τους ώμους

Ελληνικά (el)

Έκφραση

σηκώνω τους ώμους (el) και ανασηκώνω τους ώμους

  1. δεν γνωρίζω
  2. έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα και τα παρατ(α)ώ
  3. δεν μπορώ ή δεν θέλω να βοηθήσω
  4. αδιαφορώ


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.