σενέκα

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

σενέκα θηλυκό άκλιτο ή ουδέτερο άκλιτο

  • (γλώσσα) ινδιάνων της βόρειας Αμερικής, της φυλής των Ιροκουά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.