σαρανταρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαρανταρίζω < σαραντάρης + -ίζω

Ρήμα

σαρανταρίζω

  • φτάνω στην ηλικία των σαράντα ετών, αρχίζω να διανύω την πέμπτη δεκαετία της ζωής μου


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.