ρωσόφιλο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ρωσόφιλο

  1. αιτιατική ενικού του ρωσόφιλος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ρωσόφιλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.