ροδοστέφανο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈste.fa.no/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ροδοστέφανο

  1. αιτιατική ενικού του ροδοστέφανος, γένους αρσενικού
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ροδοστέφανος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.