πυρπολικών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πυρπολικών ουδέτερο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πυρπολικών

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πυρπολικός
  2. γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους (πυρπολική) του πυρπολικός
  3. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πυρπολικό) του πυρπολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.