πτυχώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πτυχώνομαι | πτυχωνόμουν(α) | θα πτυχώνομαι | να πτυχώνομαι | ||
| β' ενικ. | πτυχώνεσαι | πτυχωνόσουν(α) | θα πτυχώνεσαι | να πτυχώνεσαι | (πτυχώνου) | |
| γ' ενικ. | πτυχώνεται | πτυχωνόταν(ε) | θα πτυχώνεται | να πτυχώνεται | ||
| α' πληθ. | πτυχωνόμαστε | πτυχωνόμαστε πτυχωνόμασταν |
θα πτυχωνόμαστε | να πτυχωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | πτυχώνεστε | πτυχωνόσαστε πτυχωνόσασταν |
θα πτυχώνεστε | να πτυχώνεστε | (πτυχώνεστε) | |
| γ' πληθ. | πτυχώνονται | πτυχώνονταν πτυχωνόντουσαν |
θα πτυχώνονται | να πτυχώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πτυχώθηκα | θα πτυχωθώ | να πτυχωθώ | πτυχωθεί | ||
| β' ενικ. | πτυχώθηκες | θα πτυχωθείς | να πτυχωθείς | πτυχώσου | ||
| γ' ενικ. | πτυχώθηκε | θα πτυχωθεί | να πτυχωθεί | |||
| α' πληθ. | πτυχωθήκαμε | θα πτυχωθούμε | να πτυχωθούμε | |||
| β' πληθ. | πτυχωθήκατε | θα πτυχωθείτε | να πτυχωθείτε | πτυχωθείτε | ||
| γ' πληθ. | πτυχώθηκαν πτυχωθήκαν(ε) |
θα πτυχωθούν(ε) | να πτυχωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πτυχωθεί | είχα πτυχωθεί | θα έχω πτυχωθεί | να έχω πτυχωθεί | πτυχωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πτυχωθεί | είχες πτυχωθεί | θα έχεις πτυχωθεί | να έχεις πτυχωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πτυχωθεί | είχε πτυχωθεί | θα έχει πτυχωθεί | να έχει πτυχωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πτυχωθεί | είχαμε πτυχωθεί | θα έχουμε πτυχωθεί | να έχουμε πτυχωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πτυχωθεί | είχατε πτυχωθεί | θα έχετε πτυχωθεί | να έχετε πτυχωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πτυχωθεί | είχαν πτυχωθεί | θα έχουν πτυχωθεί | να έχουν πτυχωθεί | ||
Μεταφράσεις
πτυχώνομαι
|
|
Πηγές
- πτυχώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πτυχώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.