πτερυγωτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πτερυγωτών
- γενική πληθυντικού του πτερυγωτός
- γενική πληθυντικού του πτερυγωτή
- γενική πληθυντικού του πτερυγωτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.