πρόσκαιρων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρόσκαιρων

  1. γενική πληθυντικού του πρόσκαιρος
  2. γενική πληθυντικού του πρόσκαιρη
  3. γενική πληθυντικού του πρόσκαιρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.