πρόσκαιρων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πρόσκαιρων
- γενική πληθυντικού του πρόσκαιρος
- γενική πληθυντικού του πρόσκαιρη
- γενική πληθυντικού του πρόσκαιρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.