προσφοράς

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προσφοράς θηλυκό

  1. γενική ενικού του προσφορά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προσφοράς θηλυκό

  1. αιτιατική πληθυντικού του προσφορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.