προσεπικυρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσεπικυρώνομαι | προσεπικυρωνόμουν(α) | θα προσεπικυρώνομαι | να προσεπικυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | προσεπικυρώνεσαι | προσεπικυρωνόσουν(α) | θα προσεπικυρώνεσαι | να προσεπικυρώνεσαι | (προσεπικυρώνου) | |
| γ' ενικ. | προσεπικυρώνεται | προσεπικυρωνόταν(ε) | θα προσεπικυρώνεται | να προσεπικυρώνεται | ||
| α' πληθ. | προσεπικυρωνόμαστε | προσεπικυρωνόμαστε προσεπικυρωνόμασταν |
θα προσεπικυρωνόμαστε | να προσεπικυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσεπικυρώνεστε | προσεπικυρωνόσαστε προσεπικυρωνόσασταν |
θα προσεπικυρώνεστε | να προσεπικυρώνεστε | (προσεπικυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | προσεπικυρώνονται | προσεπικυρώνονταν προσεπικυρωνόντουσαν |
θα προσεπικυρώνονται | να προσεπικυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσεπικυρώθηκα | θα προσεπικυρωθώ | να προσεπικυρωθώ | προσεπικυρωθεί | ||
| β' ενικ. | προσεπικυρώθηκες | θα προσεπικυρωθείς | να προσεπικυρωθείς | προσεπικυρώσου | ||
| γ' ενικ. | προσεπικυρώθηκε | θα προσεπικυρωθεί | να προσεπικυρωθεί | |||
| α' πληθ. | προσεπικυρωθήκαμε | θα προσεπικυρωθούμε | να προσεπικυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | προσεπικυρωθήκατε | θα προσεπικυρωθείτε | να προσεπικυρωθείτε | προσεπικυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | προσεπικυρώθηκαν προσεπικυρωθήκαν(ε) |
θα προσεπικυρωθούν(ε) | να προσεπικυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσεπικυρωθεί | είχα προσεπικυρωθεί | θα έχω προσεπικυρωθεί | να έχω προσεπικυρωθεί | προσεπικυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσεπικυρωθεί | είχες προσεπικυρωθεί | θα έχεις προσεπικυρωθεί | να έχεις προσεπικυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσεπικυρωθεί | είχε προσεπικυρωθεί | θα έχει προσεπικυρωθεί | να έχει προσεπικυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσεπικυρωθεί | είχαμε προσεπικυρωθεί | θα έχουμε προσεπικυρωθεί | να έχουμε προσεπικυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσεπικυρωθεί | είχατε προσεπικυρωθεί | θα έχετε προσεπικυρωθεί | να έχετε προσεπικυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσεπικυρωθεί | είχαν προσεπικυρωθεί | θα έχουν προσεπικυρωθεί | να έχουν προσεπικυρωθεί | ||
Μεταφράσεις
προσεπικυρώνομαι
|
|
Πηγές
- προσεπικυρώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.