προσεγγίσιμο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προσεγγίσιμο
- αιτιατική ενικού του προσεγγίσιμος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προσεγγίσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.