προπαγανδίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπαγανδίζομαι | προπαγανδιζόμουν(α) | θα προπαγανδίζομαι | να προπαγανδίζομαι | ||
| β' ενικ. | προπαγανδίζεσαι | προπαγανδιζόσουν(α) | θα προπαγανδίζεσαι | να προπαγανδίζεσαι | (προπαγανδίζου) | |
| γ' ενικ. | προπαγανδίζεται | προπαγανδιζόταν(ε) | θα προπαγανδίζεται | να προπαγανδίζεται | ||
| α' πληθ. | προπαγανδιζόμαστε | προπαγανδιζόμαστε προπαγανδιζόμασταν |
θα προπαγανδιζόμαστε | να προπαγανδιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προπαγανδίζεστε | προπαγανδιζόσαστε προπαγανδιζόσασταν |
θα προπαγανδίζεστε | να προπαγανδίζεστε | (προπαγανδίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προπαγανδίζονται | προπαγανδίζονταν προπαγανδιζόντουσαν |
θα προπαγανδίζονται | να προπαγανδίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπαγανδίστηκα | θα προπαγανδιστώ | να προπαγανδιστώ | προπαγανδιστεί | ||
| β' ενικ. | προπαγανδίστηκες | θα προπαγανδιστείς | να προπαγανδιστείς | προπαγανδίσου | ||
| γ' ενικ. | προπαγανδίστηκε | θα προπαγανδιστεί | να προπαγανδιστεί | |||
| α' πληθ. | προπαγανδιστήκαμε | θα προπαγανδιστούμε | να προπαγανδιστούμε | |||
| β' πληθ. | προπαγανδιστήκατε | θα προπαγανδιστείτε | να προπαγανδιστείτε | προπαγανδιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προπαγανδίστηκαν προπαγανδιστήκαν(ε) |
θα προπαγανδιστούν(ε) | να προπαγανδιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προπαγανδιστεί | είχα προπαγανδιστεί | θα έχω προπαγανδιστεί | να έχω προπαγανδιστεί | προπαγανδισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προπαγανδιστεί | είχες προπαγανδιστεί | θα έχεις προπαγανδιστεί | να έχεις προπαγανδιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προπαγανδιστεί | είχε προπαγανδιστεί | θα έχει προπαγανδιστεί | να έχει προπαγανδιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπαγανδιστεί | είχαμε προπαγανδιστεί | θα έχουμε προπαγανδιστεί | να έχουμε προπαγανδιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προπαγανδιστεί | είχατε προπαγανδιστεί | θα έχετε προπαγανδιστεί | να έχετε προπαγανδιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπαγανδιστεί | είχαν προπαγανδιστεί | θα έχουν προπαγανδιστεί | να έχουν προπαγανδιστεί | ||
Μεταφράσεις
προπαγανδίζομαι
|
|
Πηγές
- προπαγανδίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.