προαλείφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προαλείφομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προαλείφομαι ( δείτε και τη λέξη προαλείφω)

Ρηματικός τύπος

προαλείφομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.