ππαραλλής
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ππαραλλής
<
(
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
paralı
Ουσιαστικό
ππαραλλής
αρσενικό
(
κυπριακά
)
ο
πλούσιος
, αυτός που έχει πολλούς
ππαράδες
Συγγενικά
ππαράς
Μεταφράσεις
ππαραλλής
αγγλικά
:
rich man
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.