πουστρόνι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουστρόνι < πούστρα < πούστης

Ουσιαστικό

πουστρόνι ουδέτερο

  1. (υβριστικό) πούστης (ομοφυλόφιλος)
  2. (υβριστικό) άνθρωπος ύπουλος, ανέντιμος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.