πορσελάνινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πορσελάνινο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πορσελάνινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πορσελάνινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.