πολυφουσκώνω
Ετυμολογία
πολυφουσκώνω< μετριαστικό, αρνητικό πολυ- + φουσκώνω
Ρήμα
πολυφουσκώνω, αόρ.: πολυφούσκωσα, μτχ.π.π.: πολυφουσκωμένος, χωρίς παθητική φωνή
- (προφορικό) φουσκώνω αρκετά
- — Μη μου πολυφουσκώσεις τις βάτες στους ώμους όταν ράψεις το φόρεμα!
- — Δεν το πολυφούσκωσα το μαλλί σας, κυρία μου, γιατί δεν είναι πια στη μόδα.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πολυφουσκώνω | πολυφούσκωνα | θα πολυφουσκώνω | να πολυφουσκώνω | πολυφουσκώνοντας | |
| β' ενικ. | πολυφουσκώνεις | πολυφούσκωνες | θα πολυφουσκώνεις | να πολυφουσκώνεις | πολυφούσκωνε | |
| γ' ενικ. | πολυφουσκώνει | πολυφούσκωνε | θα πολυφουσκώνει | να πολυφουσκώνει | ||
| α' πληθ. | πολυφουσκώνουμε | πολυφουσκώναμε | θα πολυφουσκώνουμε | να πολυφουσκώνουμε | ||
| β' πληθ. | πολυφουσκώνετε | πολυφουσκώνατε | θα πολυφουσκώνετε | να πολυφουσκώνετε | πολυφουσκώνετε | |
| γ' πληθ. | πολυφουσκώνουν(ε) | πολυφούσκωναν πολυφουσκώναν(ε) |
θα πολυφουσκώνουν(ε) | να πολυφουσκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πολυφούσκωσα | θα πολυφουσκώσω | να πολυφουσκώσω | πολυφουσκώσει | ||
| β' ενικ. | πολυφούσκωσες | θα πολυφουσκώσεις | να πολυφουσκώσεις | πολυφούσκωσε | ||
| γ' ενικ. | πολυφούσκωσε | θα πολυφουσκώσει | να πολυφουσκώσει | |||
| α' πληθ. | πολυφουσκώσαμε | θα πολυφουσκώσουμε | να πολυφουσκώσουμε | |||
| β' πληθ. | πολυφουσκώσατε | θα πολυφουσκώσετε | να πολυφουσκώσετε | πολυφουσκώστε | ||
| γ' πληθ. | πολυφούσκωσαν πολυφουσκώσαν(ε) |
θα πολυφουσκώσουν(ε) | να πολυφουσκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πολυφουσκώσει | είχα πολυφουσκώσει | θα έχω πολυφουσκώσει | να έχω πολυφουσκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πολυφουσκώσει | είχες πολυφουσκώσει | θα έχεις πολυφουσκώσει | να έχεις πολυφουσκώσει | έχε πολυφουσκωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πολυφουσκώσει | είχε πολυφουσκώσει | θα έχει πολυφουσκώσει | να έχει πολυφουσκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πολυφουσκώσει | είχαμε πολυφουσκώσει | θα έχουμε πολυφουσκώσει | να έχουμε πολυφουσκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πολυφουσκώσει | είχατε πολυφουσκώσει | θα έχετε πολυφουσκώσει | να έχετε πολυφουσκώσει | έχετε πολυφουσκωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πολυφουσκώσει | είχαν πολυφουσκώσει | θα έχουν πολυφουσκώσει | να έχουν πολυφουσκώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πολυφουσκωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πολυφουσκωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πολυφουσκωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πολυφουσκωμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.