πολυκουάρκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολυκουάρκ < μεταγραφή για την αγγλική polyquark
Ουσιαστικό
πολυκουάρκ ουδέτερο άκλιτο
- (φυσική) αδρόνιο αποτελούμενο από περισσότερα από τρία quarks (περισσότερα απ' όσα συναποτελούν ένα βαρυόνιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.