πολυδιαστρωματωμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολυδιαστρωματωμένο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυδιαστρωματωμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυδιαστρωματωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.