πολλαπλών πρωτοκόλλων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολλαπλών πρωτοκόλλων <  δείτε τις λέξεις πολλαπλός και πρωτόκολλο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiprotocol

Πολυλεκτικός όρος

πολλαπλών πρωτοκόλλων ουδέτερο

  • (δίκτυο υπολογιστών) multiprotocol: δικτυακή συσκευή που υποστηρίζει περισσότερα του ενός πρωτόκολλα, οπότε μπορεί να επικοινωνήσει με συσκευές διαφορετικών πρωτοκόλλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.