πολισμάνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολισμάνος < αγγλική policeman

Ουσιαστικό

πολισμάνος και πολιτσμάνος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αστυνομικός
  2. (επάγγελμα) αστυφύλακας


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.