πιέσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πιέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιέζω
  2. θα πιέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  3. να πιέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πιέσει θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.