πετσετέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πετσετέ < πετσέτ(α) +

Επίθετο

πετσετέ άκλιτο

  • (για ύφασμα) που έχει την υφή πετσέτας
    διαθέτουμε τις καλύτερες αθλητικές κάλτσες πετσετέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.