περιστρεφόμενο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περιστρεφόμενο

  1. αιτιατική ενικού του περιστρεφόμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιστρεφόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.