περιπλανώμενος Ιουδαίος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιπλανώμενος Ιουδαίος < από τη θρυλούμενη μεσαιωνική ιστορία για τον Ἀχασβῆρο (ή Ἀχασβερό) που καταδικάστηκε να τριγυρνάει άσκοπα μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία
Πολυλεκτικός όρος
περιπλανώμενος Ιουδαίος αρσενικό
- (ειρωνικό) που γυρνάει συνέχεια χωρίς να φαίνεται να έχει σκοπό να εγκατασταθεί κάπου
- (ειδικότερα), (ειρωνικό) που δεν έχει μόνιμη θέση, γραφείο ή κρεβάτι και πηγαίνει σε όποιο τυχαίνει να είναι ελεύθερο
Μεταφράσεις
περιπλανώμενος Ιουδαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.