περιδινούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιδινούμαι < αρχαία ελληνική περιδινοῦμαι

Ρήμα

  1. κινούμαι σε σπειροειδή ή σε κυκλική τροχιά (συνήθως) μετακινούμενου νοητού δίσκου ή κυλίνδρου
  2. κινούμαι σε πολικό εξάγωνο λόγω του μεγέθους του πλανήτη, και των χαρακτηριστικών της ατμόσφαιρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.