περίβλεπτων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
περίβλεπτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του περίβλεπτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του περίβλεπτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περίβλεπτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.