πενταλό
Νέα ελληνικά
(el)
ένα
πενταλό
Ετυμολογία
πενταλό
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
pédalo
Ουσιαστικό
πενταλό
ουδέτερο
άκλιτο
(
σπάνιο
)
το
θαλάσσιο ποδήλατο
Μεταφράσεις
→
δείτε
και
τη
λέξη
θαλάσσιο ποδήλατο
πενταλό
αγγλικά
:
pedalo
(en)
γαλλικά
:
pédalo
(fr)
γερμανικά
:
Pedalos
(de)
(
Ελβετία
)
ιταλικά
:
pedalò
(it)
πορτογαλικά
:
pedalinho
(pt)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.