πεντάμορφο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πεντάμορφο

  1. αιτιατική ενικού του πεντάμορφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πεντάμορφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.