παχύσαρκο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παχύσαρκο

  1. αιτιατική ενικού του παχύσαρκος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύσαρκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.