παττάλου γυμνότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- παττάλου γυμνότερος (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις παττάλου, πάτταλος, γυμνότερος και γυμνός
Έκφραση
παττάλου γυμνότερος (ελληνιστική κοινή)
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) πάρα πολύ φτωχός
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 1.Γ.492, @scaife.perseus
- Γυμνότεροϲ παττάλου: ἐπὶ τῶν ϲφόδρα ἀπορωτάτων.
- ※ 10ος κε αιώνας ⌘ Λεξικό Σουίδα, Βιβλίο 1.Γ.492, @scaife.perseus
Πηγές
- πάσσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.