πατατράκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατατράκ < (άμεσο δάνειο) ιταλική patatrac (κρότος σύγκρουσης και σύγκρουση, κατάρρευση, δομική υποχώρηση, υποχώρηση οροφής)
Μεταφράσεις
πατατράκ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.