παρκούρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρκούρ < γαλλική parcours

Ουσιαστικό

παρκούρ ουδέτερο άκλιτο

  • είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.