παρεξηγούμαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παρεξηγούμαι
<
παρεξηγώ
Ρήμα
παρεξηγούμαι
θίγομαι
,
ενοχλούμαι
από τα
σχόλια
κάποιου
Συγγενικά
παρεξήγηση
παρεξηγησιάρης
παρεξηγήσιμος
παρεξηγώ
Μεταφράσεις
παρεξηγούμαι
εσπεράντο
:
ofendiĝi
(eo)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.