παρατυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρατυπώ < παράτυπ(ος) + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρατυπώ | παρατυπούσα | θα παρατυπώ | να παρατυπώ | παρατυπώντας | |
| β' ενικ. | παρατυπείς | παρατυπούσες | θα παρατυπείς | να παρατυπείς | (παρατύπει) | |
| γ' ενικ. | παρατυπεί | παρατυπούσε | θα παρατυπεί | να παρατυπεί | ||
| α' πληθ. | παρατυπούμε | παρατυπούσαμε | θα παρατυπούμε | να παρατυπούμε | ||
| β' πληθ. | παρατυπείτε | παρατυπούσατε | θα παρατυπείτε | να παρατυπείτε | παρατυπείτε | |
| γ' πληθ. | παρατυπούν(ε) | παρατυπούσαν(ε) | θα παρατυπούν(ε) | να παρατυπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρατύπησα | θα παρατυπήσω | να παρατυπήσω | παρατυπήσει | ||
| β' ενικ. | παρατύπησες | θα παρατυπήσεις | να παρατυπήσεις | παρατύπησε | ||
| γ' ενικ. | παρατύπησε | θα παρατυπήσει | να παρατυπήσει | |||
| α' πληθ. | παρατυπήσαμε | θα παρατυπήσουμε | να παρατυπήσουμε | |||
| β' πληθ. | παρατυπήσατε | θα παρατυπήσετε | να παρατυπήσετε | παρατυπήστε | ||
| γ' πληθ. | παρατύπησαν παρατυπήσαν(ε) |
θα παρατυπήσουν(ε) | να παρατυπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παρατυπήσει | είχα παρατυπήσει | θα έχω παρατυπήσει | να έχω παρατυπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παρατυπήσει | είχες παρατυπήσει | θα έχεις παρατυπήσει | να έχεις παρατυπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παρατυπήσει | είχε παρατυπήσει | θα έχει παρατυπήσει | να έχει παρατυπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρατυπήσει | είχαμε παρατυπήσει | θα έχουμε παρατυπήσει | να έχουμε παρατυπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παρατυπήσει | είχατε παρατυπήσει | θα έχετε παρατυπήσει | να έχετε παρατυπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρατυπήσει | είχαν παρατυπήσει | θα έχουν παρατυπήσει | να έχουν παρατυπήσει |
| |
Μεταφράσεις
παρατυπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.