παραπετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραπετώ < παρα- + πετώ

Ρήμα

παραπετώ (παθητική φωνή: παραπετιέμαι)

  1. αδιαφορώ για κάποια πράγματα και τα εγκαταλείπω αχρησιμοποίητα
  2. αδιαφορώ για κάποια πρόσωπα και τα εγκαταλείπω ή τα παραμελώ

  • παραπετάω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.