παραπετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παραπετώ (παθητική φωνή: παραπετιέμαι)
- αδιαφορώ για κάποια πράγματα και τα εγκαταλείπω αχρησιμοποίητα
- αδιαφορώ για κάποια πρόσωπα και τα εγκαταλείπω ή τα παραμελώ
- παραπετάω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παραπετώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.