παράθυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ παράθυρος | τὸ παράθυρον | οἱ, αἱ παράθυροι | τὰ παράθυρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς παραθύρου | τοῦ παραθύρου | τῶν παραθύρων | τῶν παραθύρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ παραθύρῳ | τῷ παραθύρῳ | τοῖς, ταῖς παραθύροις | τοῖς παραθύροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν παράθυρον | τὸ παράθυρον | τοὺς, τὰς παραθύρους | τὰ παράθυρα |
| Κλητική | παράθυρε | παράθυρον | παράθυροι | παράθυρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παραθύρω | |||
| Γενική-Δοτική | παραθύροιν | |||
Πηγές
- παράθυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.