παντρεμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παντρεμένων

  1. γενική πληθυντικού του παντρεμένος
  2. γενική πληθυντικού του παντρεμένη
  3. γενική πληθυντικού του παντρεμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.