παντελεήμων
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
παντελεήμων αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/ή που ελεεί (ελεημονεί) τους πάντες. Συνηθίζεται στο αρσενικό γένος και σπανίως στο θηλυκό. Συχνά χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική έννοια αποκλειστικά ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο.
- ο παντελεήμων ιερέας πέθανε τελικά πάμφτωχος
- το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.