παννύχιος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
παννύχιος
<
παν-
+
νύξ
Επίθετο
παννύχιος
-ος -ον
(
ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σε πρόσωπα
) για όλη τη διάρκεια της νύχτας
≈
συνώνυμα
:
πάννυχος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.