πανίσδομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
πᾱνίσδομαι
- δωρικός τύπος του πηνίζομαι, τυλίγω νήμα
- ※ Θεόκριτος (315-260 πκε), Εἰδύλλια, 18.32 greek-language.gr
οὐδέ τις ἐκ ταλάρω πανίσδεται ἔργα τοιαῦτα- Ούτε καμιά άλλη εργόχειρα με τόση τέχνη κάνει (μετάφραση: Ιωάννης Πολέμης
- (κυριολεκτικά) κι ούτε καμιά απ΄ το καλάθι της ξετυλίγει τέτοια [ωραία] έργα
- ※ Θεόκριτος (315-260 πκε), Εἰδύλλια, 18.32 greek-language.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.