παγωτού

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

του παγωτού (el) γενική, ενικός, ουδέτερο

  • γενική (κλίση) || ενικού (αριθμού), του ουσιαστικού: (το) παγωτό ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.