παίρνω σβάρνα
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
παίρνω σβάρνα
- προκαλώ ζημιές ή καταστροφές με το πέρασμά μου
- οδηγός λεωφορείου χάνοντας τον έλεγχο πήρε σβάρνα τα παρκαρισμένα οχήματα
- επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους τόπους ή υπηρεσίες για ειδικό σκοπό
- πήρα σβάρνα τα υπουργεία για να βρω μια άκρη
Πηγές
- παίρνω σβάρνα - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
- σβάρνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.