πέδικλον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πέδικλον < (άμεσο δάνειο) λατινική pediculum, αιτιατική ενικού του pediculus[1] (& pediclus) < pes, pedis (πόδι) [2] Δείτε και pedica (δεσμός ποδιών) [3]

Ουσιαστικό

πέδικλον ουδέτερο

Συγγενικά

  • πεδικλώ (κλίση -όω)
  •  δείτε και τη λέξη πέδησις

Αναφορές

  1. pediculus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. πέδικλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. πέδικλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.