πέδησις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πέδησις < πεδῶ (κλίση -έω, -όω, -άω), πεδη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό

πέδησις θηλυκό

  • παρεμπόδιση της κίνησης των ποδιών

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.