πάταξον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

πάταξον
  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος πατάσσω
 δείτε τη λέξη  πατάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.