ουρανίου
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ουρανίου
ουδέτερο
(
λόγιο
)
γενική
ενικού
του
ουράνιο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ουρανίου
(
λόγιο
)
(
αρσενικό
)
γενική
ενικού
του
ουράνιος
γενική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
ουράνιος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.