ορθοτομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορθοτομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθοτομῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.θo.toˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθοτομώ

Ρήμα

ορθοτομώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.