οραματιστή

Ελληνικά (el)

 

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

οραματιστή

  1. οραματιστής, στη γενική του ενικού
  2. οραματιστής, στην αιτιατική του ενικού
  3. οραματιστής, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.