οραματιστή

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού
οραματιστή
- οραματιστής, στη γενική του ενικού
- οραματιστής, στην αιτιατική του ενικού
- οραματιστής, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.